- πράττουσα
- πρά̱ττουσα , πράσσωpass throughpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογοειδής — λογοειδής, ές (AM) ο όμοιος προς τον πεζό λόγο («τὸ κοινὸν τῆς γραφῆς, ἐξ ἧς οἱ λογοειδεῑς γίνονται στίχοι», Ευστ.) μσν. λογικοφανής («λογοειδεῑς ἐνέργειαι», Δαμάσκ.) αρχ. 1. λογικός, εύλογος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοειδές α) η πεζογραφία β) (η… … Dictionary of Greek